κρασοπουλειό

κρασοπουλειό
το (Μ κρασοπωλεῑον)
μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + -πωλεῖον (< -πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πωλείον, κρεο-πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του -ω-, καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρασοπουλειό — το οινοπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • ταβέρνα — η, ΝΑ οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό νεοελλ. λαϊκό εστιατόριο αρχ. πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»] …   Dictionary of Greek

  • φουσκάριον — τὸ, Μ οινοπωλείο, κρασοπουλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦσκα* (ΙΙ) «ξινό κρασί» + κατάλ. άριον (< λατ. arim), πρβλ. συναξ άριον] …   Dictionary of Greek

  • οινοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κρασιών, κρασοπουλειό, ταβέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”